- ρινοϋπερώιος
- -α, -ο, Ν(ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μύτη και την υπερώα ταυτόχρονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + υπερώα. Το ουδ. ῥινοϋπερώιον (νεῦρον) μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek